κονδύλωμα

κονδύλωμα
το (Α κονδύλωμα)
όγκος, πρήξιμο, εξόγκωμα («κονδύλωμά ἐστι δακτυλίου στολίδος ἐπανάστασις μετὰ φλεγμονῆς», Γαλ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. στον πληθ. τα κονδυλώματα
εκβλαστήσεις μισχωτές ή με πλατιά βάση που έχουν μέγεθος φακής έως μικρού αβγού και οι οποίες εντοπίζονται στα γεννητικά όργανα ή και στον πρωκτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνδυλος. Η λ. ως ιατρ. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. condyloma < νεολατ. condyloma < κονδύλωμα < κόνδυλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κονδύλωμα — knob neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδύλωμα — το, ατος 1. σκληρό εξόγκωμα του δέρματος, πρήξιμο. 2. στα φυτά, ρόζος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονδυλωμάτων — κονδύλωμα knob neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώμασι — κονδύλωμα knob neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώμασιν — κονδύλωμα knob neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματα — κονδύλωμα knob neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματι — κονδύλωμα knob neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλώματος — κονδύλωμα knob neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονδυλωματώδης — ες [κονδύλωμα] 1. όμοιος με κονδύλωμα 2. γεμάτος κονδυλώματα …   Dictionary of Greek

  • κονδύλωσις — κονδύλωσις, ἡ (Α) [κόνδυλος] κονδύλωμα, εξόγκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”